Эллино-русский словарь. 2014.
πιπέρωμα — το, Ν [πιπερώνω] η ενέργεια τού πιπερώνω, η άρτυση εδέσματος με πιπέρι … Dictionary of Greek
πιπέρισμα — το, Ν [πιπερίζω] πιπέρωμα … Dictionary of Greek